- ῥίζωμ'
- ῥίζωμα , ῥίζωμαthe mass of rootsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SPARTAE seu SPARTI — SPARTAE, seu SPARTI Graece ςπαρτοὶ, h. e. Sati, peculiari appellatione dicti sunt Dentigenae illi, qui e serpentis dentibus a Cadmo disseminatis orti credebantur. Aeschylus VII. Theb. Σωαρτῶν δ᾿ ἀπ᾿ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο Ῥίζωμ᾿ ἀνεῖται. κάρτα… … Hofmann J. Lexicon universale
ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… … Dictionary of Greek